κνόος

κνόος
κνόος, [var] contr. [full] κνοῦς, ,
A = χνόη, Phot., cf. Hsch.
II sound of footsteps, A.Fr.237.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνους — κνοῡς και κνόος, ὁ (Α) 1. το μέρος τού τροχού που βρίσκεται προς το άκρο τού άξονα 2. κρότος βημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρμ. παρ. τού κνύω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”